κύθρα

κύθρα
κύθρα, ας, ἡ (Ionic and later Gk. for χύτρος [χέω]; Herodas 7, 76; Etym. Mag. p. 454, 43; PTebt 112, 42; 47, 75 [112 B.C.]; PAmh 125, 5; s. Mayser p. 184. For the LXX s. Thackeray p. 103) a pot 1 Cl 17:6 (quot. of unknown origin; s. RHarris, JBL 29, 1910, 190f).—DELG s.v. χέω III.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύθρα — κύθρα, ἡ (AM) χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κίθρα — κίθρα, ἡ (Α) (αμφβλ. σημ.) δοχείο στο οποίο εναπόθεταν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του κύθρα < χύτρα με μετάθεση τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κυθροκαντήλα — κυθροκαντήλα, ἡ (Μ) καντήλα με σχήμα ή μέγεθος χύτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύθρα «χύτρα» + καντήλα] …   Dictionary of Greek

  • μονόκυθρον — μονόκυθρον, τὸ (Μ) είδος φαγητού, ιδίως τών μοναχών, από διάφορα υλικά που βράζουν στην ίδια χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κύθρα «χύτρα»] …   Dictionary of Greek

  • χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”